Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

είμαι χωρίς

  • 1 χωρίς

    яров, без; кроме, за исключением;

    χωρίς παπούτσια — без ботинок;

    χωρίς ντροπή — без стыда;

    χωρίς αιτία — без причины;

    χωρίς πληρωμή — бесплатно;

    χωρίς αστεία — без шуток; — кроме шуток;

    κάνω χωρίς... — обходиться без (кого-чего-л.);

    δεν είμαι χωρίς... — быть не лишённым (чего-л.);

    § χωρίς άλλο — обязательно, непременно;

    πέρασε η ώρα χωρίς να καταλάβει — он не заметил, как прошло время;

    χωρίς να το ξέρω — без моего ведома;

    χωρίς να το θέλω — нечаянно, невольно, не желая

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χωρίς

  • 2 δουλειά

    η
    1) работа (в разн. знач); труд; дело;

    παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;

    έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;

    είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;

    πιάνω δουλειά — поступить на работу;

    απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;

    δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;

    σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;

    δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;

    ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;

    αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;

    καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;

    εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;

    είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;

    τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;

    πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;

    τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;

    τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;

    2) дела, состояние дел;

    πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;

    δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;

    η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;

    3) хлопоты, заботы, беспокойство;

    αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;

    θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;

    4) дело, предмет заботы;

    αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;

    κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;

    αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;

    είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;

    § άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;

    λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;

    δουλειές με φούντες — гиблое дело;

    βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;

    εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;

    χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;

    ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;

    τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;

    η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δουλειά

  • 3 στέγη

    η
    1) крыша, кровля; 2) перен. дом, кров; приют;

    πατρική στέγη' — отчий дом;

    πρόβλημα στέγης — жилищный вопрос;

    είμαι χωρίς στέγη — не иметь пристанища, быть бездомным;

    μένω χωρίς στέγη — оставаться без крова;

    στερώ στέγης — лишать крова;

    βρίσκω στέγη — находить приют, убежище;

    υπό την αυτήν στέγην — под одной крышей

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > στέγη

  • 4 γνώμη

    I η
    1) мнение; точка зрения; взгляд, убеждение;

    σφαλερή ( — или λαθεμένη) γνώμ — ошибочное мнение;

    ορθή γνώμη — правильное мнение;

    ανταλλαγή γνώμών — обмен мнениями;

    αλλάζω γνώμη — раздумать, передумать;

    λέγω ( — или εκφέρω) την γνώμη μου — сказать своё мнение, суждение; — высказываться;

    έχω δική μου γνώμη — иметь своё мнение; — жить своим умом;

    δεν έχω δική μου γνώμη — не иметь своего мнения; — жить чужим умом;

    έχω καλή (κακή) γνώμη γιά κάποιον — быть хорошего (плохого) мнения о ком-л.;

    έχω διαφορετική γνώμη — расходиться во взглядах;

    κατά τη γνώμη μου — по-моему, на мой взгляд;

    συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου — я разделяю чье-л. мнение;

    είμαι της ίδιας γνώμης — быть того же мнения;

    είμαι της γνώμης ότι ( — или πώς)... — я думаю, считаю, что...;

    συμφωνώ ( — или είμαι) με τη γνώμη σας — я присоединяюсь к вашему мнению, я согласен с вами;

    τί γνώμη έχεις...; — какого ты мнения...?;

    γνώμη (τού) γιατρού (της επιτροπής) — заключение врача (комиссии);

    γι' αυτό το ζήτημα ( — или πάνω σ' αυτό) δεν μπορώ να έχω γνώμη — в этом вопросе я не компетентен, я не специалист в отом деле;

    3) мысли; желания, намерения;
    4) согласие, одобрение;

    χωρίς τη γνώμη σου δεν παντρεύομαι — без твоего согласия я не женюсь;

    5) характер, нрав; натура;

    δύσκολη γνώμη — тяжёлый характер;

    ο άνθρωπος αυτός είναι καλής (κακής) γνώμης — у этого человека хороший (плохой) характер;

    § κοινή γνώμη — общественное мнение;

    γνώμη2
    II η фольк, жена гнома

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γνώμη

  • 5 διάκριση

    [-ις (-εως)] η
    1) различение, выделение; разграничение, дифференциация; распознавание; 2) различие, отличие; разница;

    κάνω διάκριση ανάμεσα σε κάποιους — делать различие между кем-л.;

    χωρίς διάκριση — без разбору, без различия;

    με διάκριση — или μετά διάκρίσεως — с разбором;

    сознательно;

    άνευ διάκρίσεως φύλου (ηλικίας) — без различия пола (возраста);

    3) дискриминация;

    φυλετική διάκριση — расовая дискриминация;

    4) вежливость, деликатность, тактичность;

    δεν έχει διάκριση — он не отличается вежливостью;

    5) физиол, секреция;
    6) юр. сознательность, преднамеренность;

    ο δράστης ενήργησε μετά διάκρίσεως — преступник действовал сознательно;

    § κάνω διάκριση — предпочитать;

    είμαι στην διάκριση κάποιου — быть в полной зависимости от кого-л.; — быть в полном распоряжении кого-л.

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάκριση

См. также в других словарях:

  • είμαι — είσαι, είναι, είμαστε, είστε, είναι, μτχ. όντας, πρτ. ήμουν, ήσουν, ήταν, ήμαστε, ήσαστε, ήταν (οι άλλοι χρόνοι αναπληρώνονται από τα ρ. υπάρχω, γίνομαι)· όταν η προηγούμενη λέξη είναι οξύτονη φωνηεντόληκτη, συχνά οι τύποι του ενεστ. και του πρτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεντέζιμο — και τσεντέσιμο, το, Ν 1. (διαλ. τ.) το 1/100 κάθε νομισματικής μονάδας 2. φρ. «είμαι χωρίς [ή δεν έχω] τσεντέζιμο» είμαι απένταρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. centessimo «εκατοστό»] …   Dictionary of Greek

  • λιποδερμώ — λιποδερμῶ, έω (Μ) [λιπόδερμος] είμαι χωρίς δέρμα, χωρίς επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • λεπτό — Υποδιαίρεση μονάδων μέτρησης (βλ. λ. μέτρηση και μέτρο). 1. Χρονική μονάδα ίση με το ένα εξηκοστό της ώρας. 2. Μονάδα μέτρησης γωνιών, ίση με το ένα εξηκοστό της μοίρας. 3. Νομισματική μονάδα, ίση με το ένα εκατοστό του ευρώ. * * * και λεφτό, το… …   Dictionary of Greek

  • κρυφοκαμαρώνω — είμαι υπεφήφανος για κάτι χωρίς να τό εκδηλώνω, καμαρώνω κάποιον ή κάτι χωρίς να τό δείχνω …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • καλός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 410 μ., 101 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τεμένους του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 27 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τεμένους. 2.… …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»